- τσαμπέκα
- η, και τσαμπέκο ή ζαμπέκο, το, Νναυτ. στενόμακρο τρικάταρτο ιστιοφόρο και κωπήλατο πλοίο με χαμηλή πλώρη και ψηλή πρύμνη, που ανέπτυσσε μεγάλη ταχύτητα και χρησιμοποιήθηκε κατά την Επανάσταση του 1821.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.